- αλεξικακος
- ἀλεξίκακοςἀλεξί-κᾰκος2отвращающий зло, защищающий от беды
(μῆτις Hom.; δαίμων Hes., Luc., Anth.; Ζεύς Plut.)
δίψης ἀ. Anth. — утоляющий жажду
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(μῆτις Hom.; δαίμων Hes., Luc., Anth.; Ζεύς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ἀλεξίκακος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξίκακος — keeping off ill masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεξίκακος — Προσωνύμιο θεών, για τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι απομάκρυναν κάθε κακό. Α. ήταν ο Απόλλων, ο Δίας και ο Ερμής, καθώς και ο ημίθεος ήρωας Ηρακλής. * * * ἀλεξίκακος, ον (AM) 1. αυτός που αποκρούει το κακό ή τη συμφορά 2. αρωγός,… … Dictionary of Greek
ἀλεξίκακον — ἀλεξίκακος keeping off ill masc/fem acc sg ἀλεξίκακος keeping off ill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεξικάκοιο — Ἀλεξίκακος masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξικάκοιο — ἀλεξίκακος keeping off ill masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεξικάκοις — Ἀλεξίκακος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξικάκοις — ἀλεξίκακος keeping off ill masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεξικάκοισι — Ἀλεξίκακος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλεξικάκοισι — ἀλεξίκακος keeping off ill masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλεξικάκοισιν — Ἀλεξίκακος masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)